- συγκαθαρμόζω
- συγ-καθ-αρμόζω, mit od. zugleich anpassen; mit zur Erde bestatten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγκαθαρμόζω — Α βοηθώ στην ετοιμασία νεκρού για ταφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαρμόζω «προσαρμόζω, εφαρμόζω»] … Dictionary of Greek
συγκαθαρμόσαι — συγκαθαρμόζω join in composing the limbs aor inf act συγκαθαρμόσαῑ , συγκαθαρμόζω join in composing the limbs aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)